Μαδιάμ

Μαδιάμ
Βιβλική περιοχή. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ήταν μια περιοχή της Παλαιστίνης στην οποία κατέφυγε ο προφήτης Μωυσής, αφού σκότωσε έναν Αιγύπτιο. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Μαδιανίτη ιερέα Ιοθώρ. Παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστή η ακριβής θέση της, πιθανολογείται ότι βρισκόταν Α του Αιλανιτικού κόλπου. Ορισμένοι ιστορικοί εξάλλου περιγράφουν κάποια πόλη με την ονομασία Μ. ή Μαδιανής στη βορειοδυτική Αραβία, κοντά στην Ερυθρά θάλασσα.
* * *
η (Μ Μαδιάμ)
η χώρα τών Μαδιανιτών, μεταξύ Αιγύπτου και Μωάβ, όπου κατέφυγε ο Μωυσής μετά τον φόνο τού Αιγυπτίου
νεοελλ.
φρ. «τά' κάνε γης Μαδιάμ» — δεν άφησε τίποτε όρθιο, τά έκανε όλα ερείπια, κατέστρεψε τα πάντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαδιάμ — Μαδιάμ, η άκλ., στη φρ. «γης Μαδιάμ», κατάσταση αταξίας, καταστροφή, ερείπια: Όρμησε θυμωμένος στο μαγαζί και τα έκανε γης Μαδιάμ. Όμοιες φράσεις: «Τα κανε μαντάρα», «Τα κανε κεραμιδαριό» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Midian — For other uses, see Midian (disambiguation). Contents 1 Geographical location and culture 2 Religion 3 Biblic …   Wikipedia

  • Мадианитяне — Битва между евреями и мадианитянами, французский средневековый манускрипт …   Википедия

  • Мадиам — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч.Μαδιαμ) сын Авраама от Хеттуры. Его потомки, мадианитяне… …   Словарь церковнославянского языка

  • Хеттура — (ивр. קְטוּרָה‎; греч. Χεττούρα; лат. Cetthurae) последняя жена (Быт.25:1) или наложница (1Пар.1:32) …   Википедия

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • πάροικος — Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε από τον Ν. Ποτήρη. Το πρώτο φύλλο του κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 1953 και το τελευταίο του στις 24 Ιανουαρίου 1961. * * * ο / πάροικος, ον, ΝΜΑ ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη… …   Dictionary of Greek

  • προνομεύω — Α [προνομή] 1. (για στρατιώτες) κάνω επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική χώρα για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό τού στρατού 2. (γενικά) ληστεύω, λεηλατώ 3. παίρνω κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῑκας Μαδιάμ», ΠΔ) 4. καταβάλλω, υποτάσσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”